-
1 ἀθρόος
ἀθρόος, α, ον, fam. ἀϑρόος Heraclid. Tar. bei Ath. III, p. 120 d, zusammengezogen ἀϑροῠς, attisch ἁϑρόος (α copul.); auch im Hom. las Aristarch mit spir. asper nach Scholl. Iliad. 14, 38, vgl. Scholl. Od. 1, 27. 3, 34; – zusammengedrängt, versammelt; Ariston. Scholl. Iliad. 14, 38 ἡ διπλῆ, ὅτι ἁϑρόοι ἐπὶ τῶν τριῶν· ἀρχὴ γάρ ἐστι πληϑυντικοῠ ἀριϑμοῠ τὰ τρία; gew. im plur., der sing. meist nur bei Sammelwörtern, zuerst bei Pind. P. 2, 35 κακότης. Hom. z. B. ἁϑρόα πάντα, Alles insgesammt, Alles zusammen, Alles auf einmal, Iliad. 22, 271 Od. 1, 43. 2, 356; – ἁϑρόοι ἦλϑον Od. 3, 34, ἠγερέϑοντο 2, 392, κίον Il. 14, 38, ἔμειναν 15, 657, ὁρμηϑέντες 19, 236, ἔσαν (ἦσαν) Il. 18, 497 Od. 1, 27; – von Soldaten, dicht gedrängt, Her. 6, 112; ἁϑρόα πόλις, dem ἕκαστοι entgegengesetzt, Thuc. 2, 60, δύναμις 2, 39; πᾶσα ὕλη ἁϑρόα Plat. Legg. VIII, 849 d, Ggstz κατὰ μέρη Theaet. 182 a, καϑ' ἕνα Alc. I, 114 d, κατ' ἄνδρα Dem. Lept. 138, κατ' όλίγους καὶ σποράδην Plut. Arist. 17. Auch reichlich, groß, Din. 1, 15, entgegenstehend dem κατὰ μικρόν; τὸ ἁϑρόον, die Menge, Gesammtheit, Dem. 27, 35; ῥοῠς ἀϑροῦς καὶ πολύς Pol. 10, 14, 8; vgl. ἀϑροῠς ἐξεχύϑη γέλως Athen. X, 420 d; ἀϑρόος ὤφϑη, er wurde mit ganzer Heeresmacht gesehen, Plut. Them. 12; ebenso ἀϑρόος ἐπέστη Svll. 12. – Compar. ἁϑροώτερος 'Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 6, 4, 9; ἀϑρουστέρῳ χρῆσϑαι τῷ πόματι Athen. III, 80 a; ἀϑρούστατος Plut. Caes. 20. – Adv. ἀϑρόως, haufenweis, in Menge, πίνειν Ael. V. H. 1, 2; vgl. Plut. Symp. 3, 3; λέγειν, im Allgem. sagen, bei den Rhetoren, das Ganze statt seines Theiles nennen, συγκρίνειν, im Ggstz von ἀνὰ μέρος, Rhett. gr. IX, 286, 15; auch von der Zeit, plötzlich.
См. также в других словарях:
σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… … Dictionary of Greek
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek